- χαρμπί
- το декоративный кинжал (носимый на поясе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρμπί — το, Ν (λαογρ.) αμβλύστομο διακοσμητικό μαχαιρίδιο που κρεμούσαν στον ζωστήρα τους, παλαιότερα, οι φουστανελοφόροι και το οποίο χρησιμοποιούσαν για ακόνισμα ή για τρύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
χαρμπί — το (λ. τουρκ.), είδος μαχαιριδίου που το χαν κρεμασμένο από το σελάχι οι φουστανελοφόροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)