χαρμπί

χαρμπί
το декоративный кинжал (носимый на поясе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χαρμπί" в других словарях:

  • χαρμπί — το, Ν (λαογρ.) αμβλύστομο διακοσμητικό μαχαιρίδιο που κρεμούσαν στον ζωστήρα τους, παλαιότερα, οι φουστανελοφόροι και το οποίο χρησιμοποιούσαν για ακόνισμα ή για τρύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • χαρμπί — το (λ. τουρκ.), είδος μαχαιριδίου που το χαν κρεμασμένο από το σελάχι οι φουστανελοφόροι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»